Λέσχης — Λέσχη couch fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λέσχης — λέσχη couch fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ισχνολέσχης — ἰσχνολέσχης, ὁ (Μ) λεπτολόγος συζητητής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσχνός + λέσχης (< λέσχη «τόπος συναθροίσεως»), πρβλ. πλατυ λέσχης, στενο λέσχης] … Dictionary of Greek
κυσολέσχης — κυσολέσχης, ὁ (AM) αισχρολόγος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κυσός + λέσχης (< λέσχη «συνομιλία, φλυαρία»), πρβλ. μυθο λέσχης, χρησμο λέσχης] … Dictionary of Greek
λογολέσχης — λογολέσχης, ὁ (ΑM) φλύαρος, πολυλογάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < λογο * + λέσχης (< λέσχη «συνομιλία, φλυαρία»), πρβλ. κυσο λέσχης, μυθο λέσχης] … Dictionary of Greek
μεταρσιολέσχης — μεταρσιολέσχης, ὁ (Α) αυτός που αερολογεί σχετικά με τα υψηλά και ουράνια θέματα, ο μετεωρολέσχης* («τοὺς μεταρσιολέσχας ἅπαντας οἶσθα ζητοῡντας, πότερον ἄπειρός ἐστιν ἤ πέρας ἔχων», Πλάτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μετάρσιος «ασταθής, μάταιος» + λεσχης… … Dictionary of Greek
μετεωρολέσχης — μετεωρολέσχης, ὁ (Α) 1. αυτός που φλυαρεί για ουράνια φαινόμενα ή σώματα («καὶ τοὺς ὑπὸ τούτων ἀχρήστους λεγομένους καὶ μετεωρολέσχας τοῑς ὡς ἀληθῶς κυβερνήταις», Πλάτ.) 2. μετεωρολόγος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μετέωρον + λέσχης (< λέσχη «συγκέντρωση,… … Dictionary of Greek
μυθολέσχης — μυθολέσχης, ὁ (Α) αυτός που διηγείται μύθους ή αυτός που επινοεί μύθους, ο μυθολόγος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μῦθος + λέσχης (< λέσχη «κουβέντα, ομιλία»), πρβλ. λογο λέσχης, μετεωρο λέσχης] … Dictionary of Greek
Ιακωβίνων, λέσχη των- — Η σημαντικότερη πολιτική ομάδα που συγκροτήθηκε κατά τη διάρκεια της Γαλλικής επανάστασης. Προερχόταν από την Εταιρεία των φίλων του συντάγματος, η οποία είχε δημιουργηθεί στις Βερσαλίες από τη Βρετανική λέσχη (club Breton), και περιλάμβανε στους … Dictionary of Greek
λέσχη — Ίδρυμα προορισμένο για την επιδίωξη πολιτικών ή κοινωνικών σκοπών, ή για την ψυχαγωγία ατόμων με τα ίδια ενδιαφέροντα, καθώς και το εντευκτήριο του ιδρύματος αυτού. Ιστορία. Η λ. στην αρχαία Ελλάδα ήταν ένα δημόσιο οίκημα με ελεύθερη είσοδο. Στην … Dictionary of Greek